- Τροχίλους
- ΤροχίλοςEgyptian plovermasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τροχίλους — τροχίλος Egyptian plover masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανακρεμώ — ( άω) και άζω 1. κρεμώ εκ νέου, ξανακρεμώ 2. κρεμώ υψηλά, αναρτώ 3. κρεμώ ανάποδα 4. δένω προς το τέλος τής ύφανσης τα τελευταία άκρα τού στημονιού κατά μήκος μιας ράβδου που κρέμεται με σχοινί από το αντί* για να πλησιάσουν αυτά στα μιτάρια και… … Dictionary of Greek
καρύλιο — το ναυτ. ο τροχίσκος που έχει αυλακωτή περιφέρεια και περιστρέφεται στους τροχίλους … Dictionary of Greek
κορακωτός — ή, ό 1. κορακιωτός* 2. φρ. α) ναυτ. «κορακωτός τρόχιλος» τρόχιλος που απολήγει σε γάντζο, κν. γαντζωτός, μακαράς β. «κορακωτός γόμφος» μακριά σιδερένια περόνη που καταλήγει σε γάντζο γ) «κορακωτό σύσπαστο» το σύσπαστο που έχει τον ένα ή και τους… … Dictionary of Greek
μυουρίζω — (ΑΜ μυουρίζω) [μύουρος] καταλήγω σε ουρά ποντικού, απολήγω σε οξύ άκρο, είμαι μυτερός στο άκρο μου νεοελλ. ναυτ. κατασκευάζω μύουρο στο άκρο σχοινιού για εύκολη εισαγωγή του στους τροχίλους αρχ. 1. (για τον σφυγμό) εξασθενώ, γίνομαι βαθμηδόν… … Dictionary of Greek
σύσκευο — το, Ν ναυτ. κάθε σύσπαστο που αποτελείται από δύο τροχίλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + σκεύος] … Dictionary of Greek